αμόκ

αμόκ
το
1. μορφή φονικής μανίας που παρατηρείται ειδικά στους Μαλαίους, από όπου και η λέξη
2. κάθε είδος μανίας που καταλαμβάνει ένα άτομο και εκδηλώνεται με πράξεις βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. αmo(c)k ή amuck < μαλαϊκή λ. ᾱmoq «αυτός που μάχεται σαν τρελός
σε κατάσταση εγκληματικής μανίας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμόκ — το (λ. μαλαϊκή), διαταραχή που εκδηλώνεται ξαφνικά και ωθεί το άτομο σε βίαιες πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie …   Wikipédia en Français

  • Τσβάιχ, Στέφαν — (Zweig, Βιέννη 1881 – Πετρόπολη, Βραζιλία 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Σπούδασε στη Βιέννη και στο Παρίσι. Έπειτα από δύο ποιητικές συλλογές, τις Ασημένιες χορδές (1904) και Τα πρώτα στεφάνια (1907, επηρεασμένες ακόμα από τον Χόφμανσταλ, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”