- αμόκ
- το1. μορφή φονικής μανίας που παρατηρείται ειδικά στους Μαλαίους, από όπου και η λέξη2. κάθε είδος μανίας που καταλαμβάνει ένα άτομο και εκδηλώνεται με πράξεις βίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. αmo(c)k ή amuck < μαλαϊκή λ. ᾱmoq «αυτός που μάχεται σαν τρελόςσε κατάσταση εγκληματικής μανίας»].
Dictionary of Greek. 2013.